- ενόδιος
- ἐνόδιος, -ία, -ον και ἐνόδιος, -ον (επικ. τ. εἰνόδιος, -ίη, -ον) (Α) [οδός]1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή δίπλα στον δρόμο («τῶν γὰρ πόλεων τὰς ἐνοδίους καὶ παραθαλαττίους», Πλούτ.)2. ο χρήσιμος για τον δρόμο3. ως επίθ. τών θεών, τών οποίων έστηναν βωμούς ή αγάλματα στους δρόμους, κυρίως Ερμή, Περσεφόνης και Εκάτης (α. «ἐνοδία θεός» [Περσεφόνη], Σοφ.β. «εἰνοδίας Ἐκάτης», Σοφ.)4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐνόδιαα) δίχτια για τη σύλληψη θηραμάτωνβ) φουσκάλες από τη μακρά οδοιπορία.
Dictionary of Greek. 2013.